φιλοναύτης

φιλοναύτης
φῐλο-ναύτης, ου, ,
A kind to sailors, AP6.38 (Phil.); loving ships, Hsch. s.v. φιλήρετμοι.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φιλοναύτης — ὁ, Α 1. αυτός που αγαπά τους ναύτες 2. (κατά τον Ησύχ.) αυτός που αγαπά τα πλοία και τη ναυσιπλοΐα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ναύτης] …   Dictionary of Greek

  • φιλοναῦται — φιλοναύτης kind to sailors masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοναύταις — φιλοναύτης kind to sailors masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοναύτην — φιλοναύτης kind to sailors masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”